Λέξη: ένσταση

Σχετικές λέξεις: ένσταση

ένσταση ασεπ, ένσταση διαιρέσεως, ένσταση δίζησης, ένσταση απαραδέκτου, ένσταση συμψηφισμού, ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ένσταση διζήσεως, ένσταση αοριστίας, ένσταση ικα, ένσταση εξόφλησης

Συνώνυμα: ένσταση

αντίρρηση, εναντίωση

Μεταφράσεις: ένσταση

ένσταση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
demur, objection, complaint, plea, an objection, objection of

ένσταση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
objeción, objeción de, excepción, objeciones, la objeción

ένσταση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einwendung, Einspruch, Widerspruch, Einwand, Einwände, Einrede

ένσταση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
contradiction, objection, opposition, objecter, exception, d'objection, objection de

ένσταση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
obiezione, opposizione, eccezione, obiezioni, un'obiezione

ένσταση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
objeção, objecção, oposição, objecções, excepção

ένσταση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezwaar, tegenwerping, exceptie, bezwaren, bezwaarschrift

ένσταση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помешать, возражать, препятствовать, возражение, отложить, возразить, отрицать, воспрепятствовать, откладывать, колебание, оспорить, оспаривать, возражений, возражения, возражением

ένσταση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innvending, innvendingen, innvendinger, innsigelse, objection

ένσταση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
invändning, invändningar, invändningen, invända, anmärkning

ένσταση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastalause, vastaväite, vastusta, väitettä, vastalauseen

ένσταση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indvending, indsigelse, indvendinger, indsigelser, indsigelsen

ένσταση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
námitka, námitky, námitku, námitce, námitkou

ένσταση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprzeciw, obiekcja, sprzeciwiać, wątpliwość, zarzut, sprzeciwu, zastrzeżenie, zastrzeżeń

ένσταση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kifogás, kifogást, kifogása, kifogással, ellenvetés

ένσταση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itiraz, itirazı, itirazın, bir itiraz

ένσταση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкласти, перешкодити, заперечувати, заперечити, заперечення, протиріччя

ένσταση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kundërshtim, vërejtje, kundërshtimi, kundërshtim i, prapësimi

ένσταση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възражение, възражения, възражението

ένσταση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пярэчанне, пярэчаньне, запярэчыць

ένσταση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viivitama, vastulause, vastuväide, vastuväite, vastuväiteid, vastuväidet, vastuväited

ένσταση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prigovarati, odbijati, kolebanje, prigovor, prigovora, zamjerka, primjedba, je prigovor

ένσταση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mótmæli, andmæli, mótmælin, mótmælum, andmælin

ένσταση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prieštaravimas, prieštaravimų, prieštaravimą, prieštaravimo, protestas

ένσταση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iebildums, iebildumi, iebildumu, iebildumus, iebilde

ένσταση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
приговорот, забелешката, приговор, забелешка, приговори

ένσταση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obiecție, opoziție, obiecții, o obiecție, obiecțiuni

ένσταση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ugovor, ugovora, očitek, nasprotuje, nasprotovanje

ένσταση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pochybovať, námietka, námietku, námietky, výhrada, tvrdenie

Στατιστικά δημοτικότητας: ένσταση

Τυχαίες λέξεις