Лопнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: лопнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, μοίρα, διχοτομία, διάλλειμα, ξέσπασμα, αντεπίθεση, μοιράζω, σπάζω, ξεσπώ, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспокоящий στα ελληνικά - ενοχλητικό, ανησυχητικό, ανησυχητική, ενοχλητική, ανησυχητικά
- брюхо στα ελληνικά - στομάχι, συντεχνία, κοιλιά, προκοίλι, κοιλιάς, της κοιλιάς, την κοιλιά, ...
- голый στα ελληνικά - γυμνός, ωμός, ακατέργαστος, τσίτσιδος, χονδροειδής, γυμνό, γυμνή, ...
- домицилий στα ελληνικά - κατοικία, κατοικίας, έδρα, την κατοικία, έδρας
Τυχαίες λέξεις
Лопнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, μοίρα, διχοτομία, διάλλειμα, ξέσπασμα, αντεπίθεση, μοιράζω, σπάζω, ξεσπώ, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
Μεταφράσεις: διάλειμμα, μοίρα, διχοτομία, διάλλειμα, ξέσπασμα, αντεπίθεση, μοιράζω, σπάζω, ξεσπώ, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης