Лупить στα ελληνικά

Μετάφραση: лупить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθαρίζω, ξεφλουδίζω, ξύσμα, φλούδα, φλοιό, φλούδες, φλοιού, φλούδας
Лупить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аммиак στα ελληνικά - αμμωνία, αμμωνίας, της αμμωνίας, η αμμωνία, την αμμωνία
  • встревоженный στα ελληνικά - νευρική υπερένταση, νευρικοί, νευρικός, νευρικής υπερέντασης, uptight
  • гражданственность στα ελληνικά - civicism
  • диктатор στα ελληνικά - δικτατορία, δικτάτορας, δικτάτορα, δικτάτορα της, του δικτάτορα
Τυχαίες λέξεις
Лупить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθαρίζω, ξεφλουδίζω, ξύσμα, φλούδα, φλοιό, φλούδες, φλοιού, φλούδας