Люфт στα ελληνικά
Μετάφραση: люфт, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάσμα, ξέφωτο, κενό, εκκαθάριση, σπασμωδική κίνηση, αντίδραση, αντιδράσεις, ανοχής, παλινδρόμηση
Μεταφράσεις
- выучивать στα ελληνικά - μελέτη, επιθεωρώ, καθετήρας, διδάσκω, έρευνα, γραφείο, εποπτεύω, ...
- гинекологический στα ελληνικά - γυναικολογικές, γυναικολογική, γυναικολογικά, γυναικολογικών, γυναικολογικό
- диссимиляция στα ελληνικά - ανομοίωση
- долбить στα ελληνικά - συλλέγω, κασμάς, μαζεύω, τσιμπώ, κτυπώ με το ράμφος, Peck, ραμφίζουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Люфт στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάσμα, ξέφωτο, κενό, εκκαθάριση, σπασμωδική κίνηση, αντίδραση, αντιδράσεις, ανοχής, παλινδρόμηση
Μεταφράσεις: χάσμα, ξέφωτο, κενό, εκκαθάριση, σπασμωδική κίνηση, αντίδραση, αντιδράσεις, ανοχής, παλινδρόμηση