Мазь στα ελληνικά
Μετάφραση: мазь, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιπαντικό, κατευνάζω, γράσο, αλοιφή, αλοιφής, αλοιφή που, αλοιφών, αλοιφές
Μεταφράσεις
- бамбук στα ελληνικά - μπαμπού, από μπαμπού, το μπαμπού, bamboo
- взгромоздить στα ελληνικά - σκαρφαλώνω, φορτίζω, γεμίζω, ζαλίκι, στοιβάδα, καραμπόλα, συσσωρεύονται, ...
- дратва στα ελληνικά - κερωμένο, κερωμένη, waxed, κηρωμένο, κερωμένα
- железистый στα ελληνικά - αδενικό, αδενική, αδενικού, αδενικά, αδενικές
Τυχαίες λέξεις
Мазь στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιπαντικό, κατευνάζω, γράσο, αλοιφή, αλοιφής, αλοιφή που, αλοιφών, αλοιφές
Μεταφράσεις: λιπαντικό, κατευνάζω, γράσο, αλοιφή, αλοιφής, αλοιφή που, αλοιφών, αλοιφές