Λέξη: φτεροκοπώ

Μεταφράσεις: φτεροκοπώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flap, fterokopo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alear, solapa, fterokopo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klappen, klappe, schlag, patte, fterokopo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
valvaire, abattant, volet, tape, valve, tapette, claque, battre, flotter, soupape, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fterokopo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fterokopo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fterokopo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взмах, хлопать, полоскаться, клапан, похлопать, пола, взметнуть, взметать, хлопнуть, опускать, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klaff, fterokopo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flik, klaff, fterokopo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aaltoilla, liehua, räpyttää, kohu, fterokopo
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fterokopo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mávání, vlát, záklopka, pleskat, jazyk, plácnutí, klapka, plesknout, plesknutí, chlopeň, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trzepotać, patka, poła, uderzenie, klapa, klaskać, łopot, zwisać, klaps, zapadka, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csapódeszka, kalapkarima, hajtóka, lámpaláz, fékszárny, meglegyintés, leszállólap, csappantyú, lebeny, fterokopo
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fterokopo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
опускати, махати, хлопавка, fterokopo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fterokopo
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клапан, fterokopo
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
fterokopo
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lapats, pabistama, laksuma, fterokopo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
klepnuti, fterokopo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fterokopo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fterokopo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fterokopo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
fterokopo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fterokopo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
záklopka, klopa, fterokopo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klapka, záklopka, fterokopo
Τυχαίες λέξεις