Λέξη: εύθραυστος
Σχετικές λέξεις: εύθραυστος
εύθραυστος συνώνυμα
Συνώνυμα: εύθραυστος
τραγανός, τσουχτερός, κρύος, ζωηρός, σγουρός, φιλάσθενος, αδύνατος, δυσπροσάρμοστος, εύθρυπτος
Μεταφράσεις: εύθραυστος
εύθραυστος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brittle, fragile, friable, breakable, frangible
εύθραυστος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
frágil, quebradizo, deleznable, débil, frágiles, quebradiza, quebradizos
εύθραυστος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwach, brüchig, spröde, zerbrechlich, gebrechlich, spröden, spröder, sprödes
εύθραυστος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
léger, fragile, cassable, croustillant, tendre, chétif, doux, effrité, cassant, paillé, inconsistant, subtil, frêle, délicat, débile, faible, friable, cassants, fragiles
εύθραυστος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fragile, labile, friabile, gracile, fragili, fragilità, croccante
εύθραυστος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
frágil, quebradiço, quebradiços, frágeis, quebradiça
εύθραυστος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
broos, zwak, fragiel, breekbaar, knapperig, bros, brosse, broze
εύθραυστος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ломкий, хрупкий, недолговечный, утлый, некрепкий, хилый, преходящий, слабый, хрупкими, хрупким, ломкими, хрупкой
εύθραυστος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skrøpelig, skjør, sprø, sprøtt, skjøre, skjørt
εύθραυστος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ömtålig, skör, spröd, bräcklig, sprött, spröda, sköra
εύθραυστος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
särkyvä, hapera, hauras, heikko, heiveröinen, hatara, mureneva, laskelmoiva, huono, siro, hento, hauraita, haurasta, brittle, hauraat
εύθραυστος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrøbelig, skør, vanskelig, sart, skørt, sprødt, skøre, sprøde
εύθραυστος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lomivý, nepevný, slabý, ostrý, křehký, jemný, lámavý, subtilní, křehké, křehká, křehkým, lámavé
εύθραυστος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wątły, kruchy, łamliwy, delikatny, kruche, krucha, łamliwe
εύθραυστος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törékeny, rideg, törékennyé, merev
εύθραυστος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gevrek, zayıf, hafif, kırılgan, kırılgandır, kırılgan bir
εύθραυστος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
минущий, слабкий, ламкий, крихкий, тендітний, хиткий, тендітна
εύθραυστος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i brishtë, brishtë, të brishtë, e brishtë, thyeshëm
εύθραυστος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
крехък, крехки, чуплива, чуплив, чупливи
εύθραυστος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лёгкi, слабы, далікатны, крохкі, кволы
εύθραυστος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kalk, habras, rabe, haprad, hapraks, rabedaks
εύθραυστος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
loman, slab, krhak, nježan, lomljiv, krt, krhki, krhko, krhka
εύθραυστος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brothættur, brothætt, stökkt, stökkar, stökkur, stökkir
εύθραυστος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fragilis
εύθραυστος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
subtilus, keblus, trapus, trapūs, trapi, trapios, trapių
εύθραυστος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smalks, delikāts, trausls, trausli, trausla, trauslā, trauslu
εύθραυστος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кршливи, кршлива, кршлив, слаб
εύθραυστος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
delicat, casant, fragil, fragile, friabil, fragilă
εύθραυστος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krhek, krhki, krhke, krhko, krhka, lomljiva
εύθραυστος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krehký, krehké, zraniteľný
Τυχαίες λέξεις