Малый στα ελληνικά
Μετάφραση: малый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικρός, συνάδελφος, ζητιάνος, γάτα, αγόρι, άντρας, ελαφρύς, προσβάλλω, λίγο, τύπος, θίγω, παιδί, μικρό, μικρές, μικρή, μικρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воротник στα ελληνικά - περιλαίμιο, κολάρο, γιακά, κολλάρο, κολάρου
- второсортный στα ελληνικά - παρακατιανός, δεύτερον, δεύτερος, υποδεέστερος, κατώτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερης ποιότητας, ...
- вывалиться στα ελληνικά - κατρακυλώ, πέφτω, πέσουν έξω, να πέσουν έξω, πέσει έξω, πέφτουν έξω, πέφτουν
- голец στα ελληνικά - είδος μικρού κυπρίνου, Λόουτς, Loach, φιδόψαρο, ο Λόουτς
Τυχαίες λέξεις
Малый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικρός, συνάδελφος, ζητιάνος, γάτα, αγόρι, άντρας, ελαφρύς, προσβάλλω, λίγο, τύπος, θίγω, παιδί, μικρό, μικρές, μικρή, μικρά
Μεταφράσεις: μικρός, συνάδελφος, ζητιάνος, γάτα, αγόρι, άντρας, ελαφρύς, προσβάλλω, λίγο, τύπος, θίγω, παιδί, μικρό, μικρές, μικρή, μικρά