Λέξη: κυρίως
Σχετικές λέξεις: κυρίως
κυρίως ροή ποταμού, κυρίως βυζαντινή περίοδος κύπρος, κυρίως συνώνυμο, κυρίως σπήλαιο του διρού, κυρίως πιάτο για τραπέζι, κυρίως πιάτα, κυρίως συνώνυμα, κυρίως ναός, κυρίως θεοτόκον, κυρίως βυζαντινή περίοδος στην κύπρο
Συνώνυμα: κυρίως
ως επί το πλείστον, πρωτίστως, πρώτιστα, αρχικώς
Μεταφράσεις: κυρίως
κυρίως στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
primarily, mainly, mostly, chiefly, principally
κυρίως στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
principalmente, sobre todo, todo, fundamentalmente
κυρίως στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hauptsächlich, erstrangig, primär, in erster Linie, überwiegend, vorwiegend, vor allem
κυρίως στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
principalement, essentiellement, surtout, notamment, en grande partie
κυρίως στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
principalmente, soprattutto, prevalentemente, essenzialmente, pricipalmente
κυρίως στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
principalmente, sobretudo, essencialmente
κυρίως στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoofdzakelijk, voornamelijk, vooral, name, met name
κυρίως στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сначала, сперва, первоначально, главным образом, основном, в основном, главным, преимущественно
κυρίως στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hovedsakelig, hovedsak, i hovedsak, hovedsaklig, først og fremst
κυρίως στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
huvudsakligen, främst, huvudsak, i huvudsak, framför allt
κυρίως στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ensiksi, etupäässä, pääasiallisesti, pääasiassa, lähinnä, pääosin, erityisesti
κυρίως στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hovedsagelig, hovedsageligt, primært, især, navnlig
κυρίως στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zejména, hlavně, především, převážně, většinou
κυρίως στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
głównie, początkowo, pierwotnie, przede wszystkim, przede, się głównie, głównie na
κυρίως στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
főleg, főként, elsősorban, elsősorban a, leginkább
κυρίως στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başlıca, esas, esas olarak, özellikle, ağırlıklı
κυρίως στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
первинний, головним чином, переважно, основному
κυρίως στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryesisht, kryesisht të, kryesisht për, kryesisht kanë
κυρίως στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
главно, основно, предимно, вече
κυρίως στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галоўным, галоўнай, асноўным, галоўных
κυρίως στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peamiselt, esmalt, põhiliselt, eelkõige, valdavalt, enamasti
κυρίως στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naročito, uglavnom, se uglavnom, većinom, prvenstveno, je uglavnom
κυρίως στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aðallega, fyrst og fremst, einkum, mestu, að mestu
κυρίως στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
daugiausia, esmės, daugiausiai, iš esmės, dažniausiai
κυρίως στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galvenokārt, kas galvenokārt, pārsvarā, galvenokārt ir
κυρίως στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
главно,, главно, главно се, пред, претежно
κυρίως στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mai ales, în special, principal, în principal, special
κυρίως στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
predvsem, v glavnem, večinoma, pretežno, glavnem
κυρίως στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlavne, najmä, predovšetkým
Στατιστικά δημοτικότητας: κυρίως
Τυχαίες λέξεις