Манекенщик στα ελληνικά
Μετάφραση: манекенщик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μανεκέν, μοντέλο, μακέτα, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών, αρσενικού, ανδρική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- арапник στα ελληνικά - μαστίγιο
- взаимозависимость στα ελληνικά - συσχέτιση, αλληλοεξάρτηση, αλληλεξάρτηση, αλληλεξάρτησης, αλληλεξαρτήσεως, την αλληλεξάρτηση
- гордо στα ελληνικά - υπερήφανα, με καμάρι, περήφανα, υπερηφάνεια, με υπερηφάνεια
- двигатель στα ελληνικά - μηχάνημα, εξαναγκάζω, δύναμη, βία, μηχανή, κινητήρας, κινητήρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Манекенщик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μανεκέν, μοντέλο, μακέτα, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών, αρσενικού, ανδρική
Μεταφράσεις: μανεκέν, μοντέλο, μακέτα, αρσενικό, αρσενικά, αρσενικών, αρσενικού, ανδρική