Λέξη: πτηνό
Σχετικές λέξεις: πτηνό
καλιακούδα πτηνό, πελεκάνος πτηνό, γερανός πτηνό, κορυδαλλός πτηνό, αετός πτηνό, πτηνό κότα, φαραόνι πτηνό, πτηνό μπούφος, πτηνό φοίνικας, περιστέρι πτηνό
Συνώνυμα: πτηνό
πουλί, πουλερικό, όρνιθα, όρνις
Μεταφράσεις: πτηνό
πτηνό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fowl, bird, birds, bird in, a bird
πτηνό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ave, pájaro, aves, de aves, del pájaro
πτηνό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
huhn, geflügel, Vogel, bird, Vogels
πτηνό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coq, poule, volaille, oiseau, oiseaux, aviaire, bird, des oiseaux
πτηνό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pollame, uccello, uccelli, bird, dell'uccello, degli uccelli
πτηνό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quarta, animal, quarto, galinha, quinto, pássaro, ave, aves, pássaros, do pássaro
πτηνό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pluimvee, gevogelte, vogel, vogels, bird, vogel van
πτηνό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
птица, дичь, птицеводство, курица, птицы, птиц, птицей, птичка
πτηνό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fjærfe, fugl, bird, fuglen, fugle
πτηνό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
höns, fjäderfä, fågel, fågeln, bird, fåglar
πτηνό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siipikarja, lintu, bird, lintujen, linnun, lintua
πτηνό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fjerkræ, fugl, fugle, bird, fuglen
πτηνό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pták, kohout, vtak, ptačí, ptáků, bird
πτηνό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kogut, pularda, ptak, drób, ptactwo, ptaka, bird, ptaków, ptakiem
πτηνό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
madár, madarak, bird, madarat
πτηνό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuş, bird, bir kuş, kuşu, kuşun
πτηνό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
птах, птиця, птица, птаха, пташка
πτηνό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpend, zog, shpendëve, të shpendëve, zogu, zog i
πτηνό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
птица, птици, птичи, на птиците
πτηνό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
курица, птушка
πτηνό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
linnuliha, kodulind, lind, linnu, lindude, bird, linnuliikide
πτηνό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kokoš, živina, ptica, Bird, ptice, ptičje, pticu
πτηνό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bird, fugl, fugla, fuglinn
πτηνό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
višta, paukštiena, paukštis, paukščių, paukščiai, bird, paukščio
πτηνό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mājputni, mājputns, putns, putnu, bird, putniem
πτηνό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
птици, птица, птицата, птичјиот, птичји
πτηνό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pasăre, păsări, pasare, păsărilor, aviare
πτηνό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rubež, ptica, bird, ptic, ptič, ptičje
πτηνό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vták, bird
Τυχαίες λέξεις