Мат στα ελληνικά
Μετάφραση: мат, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαλάκι, ταίρι, ύπαρχος, ζευγαρώνω, φιλαράκος, ματ, χαλί, mat, τάπητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесхозяйный στα ελληνικά - unowned, αφύλακτα, χωρίς ιδιοκτήτη
- бугорчатый στα ελληνικά - σιδηματώδης, κονδυλόρριζων, κονδυλώδη, κονδυλώδεις, κονδυλωδών
- вар στα ελληνικά - κλυδωνίζομαι, πίσσα, γηπέδου, αγωνιστικό χώρο, βήμα, βήματος
- вперемешку στα ελληνικά - σε, φύρδην μίγδην
Τυχαίες λέξεις
Мат στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαλάκι, ταίρι, ύπαρχος, ζευγαρώνω, φιλαράκος, ματ, χαλί, mat, τάπητα
Μεταφράσεις: χαλάκι, ταίρι, ύπαρχος, ζευγαρώνω, φιλαράκος, ματ, χαλί, mat, τάπητα