Мгновение στα ελληνικά
Μετάφραση: мгновение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναλαμπή, δεύτερος, λεπτομερής, λαμπερός, λάμψη, δευτερόλεπτο, στιγμιαίος, σπιθίζω, λεπτό, στιγμή, σπινθηροβόλος, δεύτερον, μικροσκοπικός, φλας, παρόν, τη στιγμή, στιγμή που, παρόντος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ассистент στα ελληνικά - βοηθός, βοηθό, βοηθού, βοηθοί
- вдвоем στα ελληνικά - μαζί, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
- высиживать στα ελληνικά - πιάνω, μπουκαπόρτα, παραμένω, άνοιγμα, απομόνωση, κλώσημα, αρπάζω, ...
- женофоб στα ελληνικά - σεξιστικές, σεξιστική, σεξιστικών, σεξιστικά, σεξιστικό
Τυχαίες λέξεις
Мгновение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναλαμπή, δεύτερος, λεπτομερής, λαμπερός, λάμψη, δευτερόλεπτο, στιγμιαίος, σπιθίζω, λεπτό, στιγμή, σπινθηροβόλος, δεύτερον, μικροσκοπικός, φλας, παρόν, τη στιγμή, στιγμή που, παρόντος
Μεταφράσεις: αναλαμπή, δεύτερος, λεπτομερής, λαμπερός, λάμψη, δευτερόλεπτο, στιγμιαίος, σπιθίζω, λεπτό, στιγμή, σπινθηροβόλος, δεύτερον, μικροσκοπικός, φλας, παρόν, τη στιγμή, στιγμή που, παρόντος