Медсестра στα ελληνικά
Μετάφραση: медсестра, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- верблюд στα ελληνικά - καμήλα, καμήλας, καμήλες, με καμήλες, καμήλου
- внедренный στα ελληνικά - ενσωματωμένο, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένων
- гудение στα ελληνικά - έξαρση, ωρύομαι, βουίζω, βρυχηθμός, βρυχώμαι, κηφήνας, γκρινιάζω, ...
- доктрина στα ελληνικά - τύπος, δόγμα, δόγματος, θεωρία, διδασκαλία, το δόγμα
Τυχαίες λέξεις
Медсестра στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Μεταφράσεις: νοσοκόμα, βάγια, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα