Λέξη: προσαύξηση

Σχετικές λέξεις: προσαύξηση

προσαύξηση κυριακής, προσαύξηση δώρου πάσχα, προσαύξηση σύνταξης λόγω οικογενειακών βαρών, προσαύξηση νυχτερινής εργασίας, προσαύξηση φπα 2014, προσαύξηση δώρου χριστουγέννων, προσαύξηση εισφορών ικα, προσαύξηση φόρου εισοδήματος, προσαύξηση φπα

Συνώνυμα: προσαύξηση

αύξηση, επαύξηση, επιβάρυνση, πρόσθετη επιβάρυνση

Μεταφράσεις: προσαύξηση

προσαύξηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accretion, surcharge, increment, increase, an increase

προσαύξηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aumento, recargo, pago, de pago, suplemento, con suplemento

προσαύξηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anwachsung, Zuschlag, Aufschlag, gegen Gebühr, gegen Aufpreis, Aufpreis

προσαύξηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accrétion, accrue, accroissement, surcroît, surtaxe, surcharge, supplément, en supplément, payant

προσαύξηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
incremento, sovrapprezzo, maggiorazione, pagamento, a pagamento, supplemento

προσαύξηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sobretaxa, custo adicional, mediante custo adicional, sobretaxa de, pago à parte

προσαύξηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toeslag, tegen betaling, betaling, met toeslag, toeslag van

προσαύξηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
усугубление, приумножение, разрастание, наслоение, увеличение, прибавка, приращение, сращение, прирост, наращение, доплата, за дополнительную плату, дополнительную плату, платный, надбавка

προσαύξηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilleggsgebyr, tilleggsavgift, avgift, mot et pristillegg, mot en avgift

προσαύξηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avgift, tilläggsavgift, tilläggskostnad, avgiftsbelagd, tilläggskonstnad

προσαύξηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vesijättö, lisämaksu, lisämaksua vastaan, maksullinen, lisämaksullinen, lisämaksua

προσαύξηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tillæg, tillægsgebyr, mod tillægsgebyr, gebyr, mod gebyr

προσαύξηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
růst, nános, narůstání, přírůstek, příplatek, přirážka, za příplatek, za poplatek, poplatek

προσαύξηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
narastanie, przyrost, dopłata, dopłaty, płatny, dodatkowo płatny, opłaty

προσαύξηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
növedék, pótdíj, felár, felár ellenében, fizetés ellenében, ellenében

προσαύξηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürşarj, ücretli, ek ücret, ek ücretli hizmet, ek ücrete tabi

προσαύξηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прирощення, прирощування, доплата, доплату

προσαύξηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbingarkesë, shtesë, shtesë e, taksa shtesë, shtesë çmimi

προσαύξηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
преразход, претоварване, допълнителна такса, доплащане, надбавка

προσαύξηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даплата

προσαύξηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juurdekasv, lisatasu, lisatasu eest, tasuta, lisamaksu

προσαύξηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naplatu, uz naplatu, doplata, besplatno, uz nadoplatu

προσαύξηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aukagjald, aukagjaldi, beiðni, gegn gjaldi, ungbarnarúm

προσαύξηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priemoka, už papildomą mokestį, papildomą mokestį, paprašius, papildomas mokestis

προσαύξηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piemaksa, par papildu maksu, papildu maksu, piemaksu, maksu

προσαύξηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доплата, товар, дополнителен товар, доплата за, начитам

προσαύξηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suprataxă, contra cost, cost suplimentar, taxă suplimentară, cost

προσαύξηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
doplačilo, doplačilom, z doplačilom, proti placilu, placilu

προσαύξηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
príplatok, úhradu, poplatok, príplatok je

Στατιστικά δημοτικότητας: προσαύξηση

Τυχαίες λέξεις