Мера στα ελληνικά
Μετάφραση: мера, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βηματίζω, διευθέτηση, μετρώ, αποκαθιστώ, κριτήριο, τακτοποίηση, αναλογία, διακανονισμός, εκτιμώ, πτυχίο, βαθμολόγηση, τιμή, βήμα, επανορθώνω, βαθμός, υπολογίζω, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бабенка στα ελληνικά - Jane, Τζέιν, η Jane, τη Jane, της Jane
- вооружаться στα ελληνικά - χέρι, όπλο, μπράτσο, βραχίονα, βραχίονας, σκέλος
- газовый στα ελληνικά - αέριο, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο
- грифель στα ελληνικά - ηγούμαι, μόλυβδος, λουρί, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, οδηγούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Мера στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βηματίζω, διευθέτηση, μετρώ, αποκαθιστώ, κριτήριο, τακτοποίηση, αναλογία, διακανονισμός, εκτιμώ, πτυχίο, βαθμολόγηση, τιμή, βήμα, επανορθώνω, βαθμός, υπολογίζω, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Μεταφράσεις: βηματίζω, διευθέτηση, μετρώ, αποκαθιστώ, κριτήριο, τακτοποίηση, αναλογία, διακανονισμός, εκτιμώ, πτυχίο, βαθμολόγηση, τιμή, βήμα, επανορθώνω, βαθμός, υπολογίζω, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν