Мереть στα ελληνικά
Μετάφραση: мереть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεζάρω, χάνομαι, αποθνήσκω, πεθάνω, Meret
Μεταφράσεις
- баловать στα ελληνικά - παραχαϊδεύω, χαλώ, κακομαθαίνω, γιαγιά, εντρυφώ, βαβά, θωπεύω, ...
- возродить στα ελληνικά - αναζωογονώ, αναβιώνω, να αναβιώσει, για να αναβιώσει, να αναζωογονήσει, να αναβιώσουν, για την αναζωογόνηση
- ворон στα ελληνικά - κουρούνα, κοράκι, Raven, κορακιού, το κοράκι, κόρακας
- горланить στα ελληνικά - κραυγή, φωνάζω, στριγγλίζω, στριγκλίζω, αναφωνώ, κραυγάζω
Τυχαίες λέξεις
Мереть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεζάρω, χάνομαι, αποθνήσκω, πεθάνω, Meret
Μεταφράσεις: τεζάρω, χάνομαι, αποθνήσκω, πεθάνω, Meret