Мериться στα ελληνικά

Μετάφραση: мериться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντεπεξέρχομαι, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Мериться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брак στα ελληνικά - σπίρτο, σκουπίδια, υστέρημα, παντρειά, ψεγάδι, αθετώ, έλλειψη, ...
  • глубинный στα ελληνικά - βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
  • дивизия στα ελληνικά - μεραρχία, διαίρεση, διχασμός, τμήμα, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
  • жрец στα ελληνικά - παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά
Τυχαίες λέξεις
Мериться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντεπεξέρχομαι, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν