Λέξη: δισταγμός

Σχετικές λέξεις: δισταγμός

δισταγμός αγγλικά, δισταγμός συνώνυμο

Συνώνυμα: δισταγμός

αντίρρηση, εναντίωση, ενδοιασμός, τύψη, ναυτία, αναγούλα, ελάχιστο τι, βάρος 20 κόκκων, διστακτικότητα, αναποφάσιστο

Μεταφράσεις: δισταγμός

δισταγμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
misgiving, hesitation, hesitancy, hesitance, scruple, qualm

δισταγμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
duda, indecisión, vacilación, temor, dudarlo, vacilar, vacilaciones, la vacilación

δισταγμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterbrechung, unschlüssigkeit, befürchtung, verzögerung, Zögern, zu zögern, Bedenken, bedenkenlos

δισταγμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crainte, indétermination, irrésolution, indécision, appréhension, décélération, flottement, barguignage, hésitation, peur, hésiter, hésitations, hésite, hésité

δισταγμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
irresolutezza, esitazione, esitazioni, esitare, di esitazione, tentennamenti

δισταγμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
hesitação, vacilar, hesitar, hesitações, vacilação

δισταγμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hapering, geweifel, aarzeling, aarzelen, te aarzelen, aarzelt, aarzeling opnemen

δισταγμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сомнение, предчувствие, неохота, опаска, нерешительность, опасение, заикание, колебание, колебаний, колебания, неуверенность

δισταγμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nøling, nøle, å nøle, nøle med, nøle med å

δισταγμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvekan, tveka, att tveka, tvekar, tveksamhet

δισταγμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäröiminen, epäily, epäröinti, epävarmuus, empiminen, epäröintiä, epäröimättä, epäröi

δισταγμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tøven, tøve, tøve med, tøver

δισταγμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pochyba, obava, pochybnost, váhavost, rozpaky, otálení, váhání, nejistota, nerozhodnost, zaváhání, situace změnu skóre, standardní situace změnu skóre

δισταγμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niezdecydowanie, niepokój, wahanie, niepewność, obawa, wahania, zawahał, zawahania

δισταγμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyanakvás, kételkedés, bizalmatlan, habozás, tétovázás, hezitálás, gondolkodás, késlekedés

δισταγμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şüphe, duraksama, tereddüt, Harika bir gol, gol, tereddütü

δισταγμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
побоювання, неохота, нерішучість, небажання, заїкуватість, вагання

δισταγμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hezitim, hezitimi, hezitimi i, hezitime, mëdyshje

δισταγμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колебание, двоуми реализира, се двоуми реализира, се двоуми реализира за, двоуми реализира за

δισταγμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нерашучасць, нерашучасьць, нерашучасці, нерашучае, няўпэўненасць

δισταγμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahtlus, kõhklus, kahevahelolek, kõhkluseta, kõhklemata, kõhklusi

δισταγμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neodlučnost, predosjećanje, sumnja, oklijevanje, bojazan, strepnja, oklijevanja, oklijevao, nevoljkost

δισταγμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grunur, hik, búnar, hika

δισταγμός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dubium

δισταγμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neryžtingumas, dvejonių, neabejojant, dvejonės, dvejojimas

δισταγμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vilcināšanās, šaubas, vilcināšanos, svārstīšanās

δισταγμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
двоумење, колебање, нерешителност, неодлучност, колебањето

δισταγμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ezitare, o ezitare, ezitări, de ezitare

δισταγμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obotavljanja, oklevanje, omahovanje, obotavljanje, oklevanja

δισταγμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
váhanie, obava, rozpaky, váhania, váhaní, zaváhania
Τυχαίες λέξεις