Метать στα ελληνικά

Μετάφραση: метать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτελείο, εκτοξεύω, ίζημα, ρίχνω, προσχώνω, επαναθέτω, τοποθετώ, εξαπολύω, ρίξιμο, βολή, εξακοντίζω, βάζω, πετώ, πέταγμα, εκσφενδονίζω, καθελκύω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε
Метать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вдовец στα ελληνικά - χήρος, χήρο, χήρου, χηρείας, χήρα
  • выронить στα ελληνικά - μειώνομαι, ρανίδα, σταγόνα, ας, αφήστε, αφήσει, επιτρέψτε, ...
  • горячечный στα ελληνικά - πολυάσχολος, πυρετώδης, έξαλλος, παραληρεί, συγχυτικοδιεγερτική κατάσταση, παραληρηματική, σε συγχυτικοδιεγερτική κατάσταση
  • гравюра στα ελληνικά - τυπώνω, εμπριμέ, χαρακτική, χαρακτικής, εγχάραξη, εγχάραξη με, χαρακτικό
Τυχαίες λέξεις
Метать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτελείο, εκτοξεύω, ίζημα, ρίχνω, προσχώνω, επαναθέτω, τοποθετώ, εξαπολύω, ρίξιμο, βολή, εξακοντίζω, βάζω, πετώ, πέταγμα, εκσφενδονίζω, καθελκύω, ρίξει, να ρίξει, ρίχνουν, ρίχνει, πετάτε