Λέξη: μετριόφρων

Σχετικές λέξεις: μετριόφρων

μετριόφρων λεξικό, μετριόφρων το αντιθετο, μετριόφρων τι σημαινει, μετριόφρων σημασια, μετριόφρων english, μετριόφρων αντίθετο, μετριόφρων κλιση

Συνώνυμα: μετριόφρων

συνεσταλμένος, σεμνός, μετριόφρονας

Μεταφράσεις: μετριόφρων

μετριόφρων στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
modest, unassuming

μετριόφρων στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
modesto, pequeño, modesta, modestos, modestas, moderado

μετριόφρων στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bequem, klein, bescheiden, gering, anspruchslos, züchtig, bescheidenen, bescheidene, bescheidener, bescheidenes

μετριόφρων στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sortable, modique, décent, pudique, frugal, raisonnable, petit, chaste, bienséant, humble, sobre, modeste, convenable, honnête, séant, modestes, faible, légère

μετριόφρων στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
modico, umile, pudico, modesto, modesta, modesti, modeste

μετριόφρων στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
modesto, pequeno, recatado, módico, modernizar, modesta, modestos, modestas

μετριόφρων στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bescheiden, klein, luttel, eerbaar, gering, discreet, zedig, teruggetrokken, ingetogen, een bescheiden, geringe, bescheidener

μετριόφρων στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
небогатый, нетребовательный, невзыскательный, умеренный, благонравный, благопристойный, неприхотливый, небольшой, скромный, ничтожный, непритязательный, сдержанный, маленький, незначительный, скромным, скромные, скромная, скромными

μετριόφρων στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blyg, beskjeden, beskjedne, beskjedent, moderat

μετριόφρων στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ringa, ärbar, blygsam, blyg, blygsamma, måttlig, blygsamt

μετριόφρων στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaatimaton, säädyllinen, hillitty, häveliäs, pieni, vaatimatonta, vaatimattomia, vaatimattomat, vaatimattoman

μετριόφρων στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beskeden, beskedne, beskedent, moderat, begrænset

μετριόφρων στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokorný, skromný, slušný, zdrženlivý, cudný, prostý, skromné, mírný, mírné, skromná

μετριόφρων στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przyzwoity, skromny, obyczajny, skromne, skromna, niewielki, skromnym

μετριόφρων στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerény, mérsékelt, szerényebb, csekély

μετριόφρων στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
küçük, az, mütevazi, mütevazı, mütevazı bir, ılımlı, alçakgönüllü

μετριόφρων στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
методи, скромний, скромна, скромне, скромніший

μετριόφρων στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thjeshtë, vogël, modest, modeste, modestë, modeste e

μετριόφρων στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скромен, скромна, скромно, скромни, умерено

μετριόφρων στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарох, маленький, сціплы, сьціплы, скромный

μετριόφρων στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tagasihoidlik, tagasihoidlikud, tagasihoidliku, tagasihoidlikuks, tagasihoidlikku

μετριόφρων στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čedan, skromnost, pristojan, skromni, skroman, skromna, skromno, skromne

μετριόφρων στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hóflega, lítil, hófleg, hóflegri, takmarkaður

μετριόφρων στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vercundus

μετριόφρων στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kuklus, nedidelis, nedidelė, kukli, nedidelės

μετριόφρων στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieticīgs, neliels, pieticīgi, pieticīga, pieticīgu

μετριόφρων στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
скромна, скромно, скромни, скромните, скромен

μετριόφρων στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
modest, mic, modestă, modeste, modesta

μετριόφρων στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skromna, skromen, skromni, skromno, skromne

μετριόφρων στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nenáročný, slušný, skromný, mierny, skromné

Στατιστικά δημοτικότητας: μετριόφρων

Τυχαίες λέξεις