Минувший στα ελληνικά
Μετάφραση: минувший, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρελθόν, φτουρώ, τελευταίος, διαρκώ, περασμένος, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- биномиальный στα ελληνικά - διωνυμικός, διώνυμος, δυωνυμική, δυωνυμικού, δυωνυμικής
- боязнь στα ελληνικά - φοβάμαι, ταραχή, σύλληψη, φόβος, φόβο, φόβου, το φόβο, ...
- верба στα ελληνικά - ιτιά, μουνί, μουνάκι, το μουνί, γάτα, μουνί της
- врастать στα ελληνικά - μεγαλώνω, αυξάνομαι, παρεκκλήσι, λάρνακα, μεγαλώνουν, αναπτύσσονται, αυξάνεται, ...
Τυχαίες λέξεις
Минувший στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρελθόν, φτουρώ, τελευταίος, διαρκώ, περασμένος, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων
Μεταφράσεις: παρελθόν, φτουρώ, τελευταίος, διαρκώ, περασμένος, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων