Λέξη: επιρρεπής

Σχετικές λέξεις: επιρρεπής

επιρρεπής στα αγγλικα, επιρρεπής κλιση, επιρρεπής ουσιαστικό, επιρρεπής τι σημαινει, επιρρεπής συνώνυμα, επιρρεπής λεξικο, επιρρεπήσ english, επιρρεπής σημασια, επιρρεπής αντωνυμο, επιρρεπής βικιλεξικο

Συνώνυμα: επιρρεπής

κατάλληλος, ικανός, εθισμένος, έκδοτος

Μεταφράσεις: επιρρεπής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
apt, prone to, prone, susceptible
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adecuado, apropiado, pertinente, apto, diestro, apt, apta, aptos, aptas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entsprechend, geeignet, passend, begabt, treffend, apt, Wohnung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
juste, doué, opportun, utile, convenable, pertinent, adéquat, apte, capable, approprié, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
atto, adatto, apt, appartamento, atta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apto, apt, o apt, aptos, apta
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geneigd, geschikt, bekwaam, apt, app
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
годный, склонный, возможный, уместный, соответствующий, подверженный, предрасположенный, ответный, способный, понятливый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
apt, leiligh, egnet, tilbøyelige, tilbøyelig
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
apt, benägna, benägen, träffande
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taipuvainen, osuva, hyvä, sopiva, herkkä, altis, apt, omiaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
apt, lejlighed, egnet, tilbøjelige, velegnet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
způsobilý, vhodný, schopný, výstižný, nakloněný, apt
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
właściwy, pojemny, skłonny, odpowiedni, prawdopodobny, trafny, zdolny, nadający się, apt
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajlamos, apt, lakás, az apt, találó
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
uygun, ilgili, apt, yerinde, eğilimli
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
схильний, можливий, певно, здатний, здібний, схильна
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
goditur, i prirur, me vend, prirur, të prirur, e prirur
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подходящ, APT, ап, склонни, АПВ
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
схільны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohane, võimekas, tabav, asjakohane, aldis, apt, osav, suuteline
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prikladan, pogodan, podesan, apt, sposoban, skloni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líklegur, líklegur til, líklegur til-, hæfi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
linkęs, apt, tinkamas, linkę, tinkami
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spējīgs, piemērots, apt, piemēroti
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
АП, способен, apt, склони, такво
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
potrivit, apt, apt de, aptă, de natură
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
apt, primerna, primeren, sposobna, je APT
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výstižný, stručný, výstižného, výstižnosti
Τυχαίες λέξεις