Митинговать στα ελληνικά
Μετάφραση: митинговать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συζητώ, ράλι, συλλαλητήρια, συλλαλητηρίων, αγώνες, συγκεντρώσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безветрие στα ελληνικά - νηνεμία, ήρεμος, ηρεμία, ήρεμη, ήρεμο, ηρεμίας
- бесстыдница στα ελληνικά - αναίσχυντος, Shameless, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, των Shameless
- еженощный στα ελληνικά - κάθε βράδυ, νυχτερινή, νυχτερινές, το βράδυ, βραδινή
- желатин στα ελληνικά - ζελατίνη, ιχθυόκολλα, ζελατίνης, ζελατίνας, ζελατίνα, η ζελατίνη
Τυχαίες λέξεις
Митинговать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συζητώ, ράλι, συλλαλητήρια, συλλαλητηρίων, αγώνες, συγκεντρώσεις
Μεταφράσεις: συζητώ, ράλι, συλλαλητήρια, συλλαλητηρίων, αγώνες, συγκεντρώσεις