Многоопытность στα ελληνικά
Μετάφραση: многоопытность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανότητα, έμπειρος, Έμπειροι, βιώσει, Οι έμπειροι, έμπειρους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алтай στα ελληνικά - Αλτάι, altai, Αλαταϊκά, των Αλτάι, Αλταϊ
- бомбить στα ελληνικά - βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
- девчонка-сорванец στα ελληνικά - αγοροκόριτσο, Tomboy, το Tomboy, του Tomboy, αγριοκόριτσο
- диапазон στα ελληνικά - βαθμός, σπιθαμή, εμβέλεια, πυξίδα, διακυμαίνομαι, έκταση, ταινία, ...
Τυχαίες λέξεις
Многоопытность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανότητα, έμπειρος, Έμπειροι, βιώσει, Οι έμπειροι, έμπειρους
Μεταφράσεις: ικανότητα, έμπειρος, Έμπειροι, βιώσει, Οι έμπειροι, έμπειρους