Мореходный στα ελληνικά

Μετάφραση: мореходный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ναυτικός, πλώιμος, πλόιμο, αξιόπλοο, αξιόπλοα, αξιόπλοων
Мореходный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бесчестить στα ελληνικά - βρίζω, δυσμένεια, λοιδορία, καταχρώμαι, κατάχρηση, ατιμία, ντροπή, ...
  • всезнающий στα ελληνικά - παντογνόστης, παντογνώστρια, παντογνώστης, παντογνώστες, παντογνώστη
  • дерюга στα ελληνικά - λεηλασία, απόλυση, άλωση, απόλυσης, λεηλασίες
  • женский στα ελληνικά - θηλυκός, γυναικών, των γυναικών, Γυναίκας, της Γυναίκας, γυναικεία
Τυχαίες λέξεις
Мореходный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ναυτικός, πλώιμος, πλόιμο, αξιόπλοο, αξιόπλοα, αξιόπλοων