Λέξη: σοβαρά

Σχετικές λέξεις: σοβαρά

σοβαρά επεισόδια με τραυματίες στο κέντρο της αθήνας, σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, σοβαρά προβλήματα λόγω τησ κακοκαιρίασ, σοβαρά επεισόδια στο ψυχικό-φιλαθλητικός, σοβαρά επεισόδια στα εξάρχεια, σοβαρά συνώνυμα, σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζει το 304 πεβ, σοβαρά καταθλιπτικά συμπτώματα, σοβαρά παιχνίδια, σοβαρά επεισόδια στο βόλο

Συνώνυμα: σοβαρά

σοβαρώς

Μεταφράσεις: σοβαρά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
seriously, solemnly, serious, severe, severely, major
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
seriamente, en serio, gravemente, serio, seriedad
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
festlich, feierliche, ernst, ernsthaft, schwer, ernstlich, ernst zu
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gravement, solennelle, grièvement, sérieusement, solennellement, séreux, sérieux, au sérieux, grave
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
seriamente, serio, gravemente, sul serio, grave
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
a sério, sério, seriamente, gravemente, seriedade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ernstig, serieus, ernstige, serieus te, zwaar
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
торжественно, толком, серьёзно, вплотную, всерьез, серьезно, тяжело, серьезным
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
alvor, seriøst, alvorlig, på alvor
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
allvarligt, allvar, på allvar, seriöst, allvarliga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pahasti, vakavasti, vakavia, tosissaan, vakavalla
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
alvorligt, alvorlig, seriøst, i alvorlig, alvorlig grad
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vážně, slavnostně, závažným, závažným způsobem, závažně, těžce
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gruntownie, poważnie, uroczyście, serio, zasadniczo, bardzo, sumiennie, solennie, poważne, poważnego, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
komolyan, súlyosan, komoly, súlyos, jelentős
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağır, cidden, ciddi, ciddiye, ciddi bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
урочисто, серйозно
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
seriozisht, rëndë, seriozitet, serioze, me seriozitet
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сериозно, сериозно да, на сериозно, сериозни, тежко
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сур'ёзна, сур`ёзна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõsiselt, pühalikult, oluliselt, raskelt, tõsist, tõsisemalt
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svečano, ozbiljno, teško, je ozbiljno, ozbiljnije
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alvarlega, alvarleg, alvarlega að, alvöru, verulega
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
graviter
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rimtai, labai, kelia didelę, šiurkščiai, smarkiai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nopietni, būtiski, ievērojami, smagi, nopietnas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сериозно, сериозно се, сериозно да, сериозно ја, сериозно го
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
serios, grav, în serios, mod serios, seriozitate
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
resno, hudo, močno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vážne, závažne

Στατιστικά δημοτικότητας: σοβαρά

Τυχαίες λέξεις