Мореходство στα ελληνικά

Μετάφραση: мореходство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλεύση, ναυτιλία, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλοΐας, ιστιοφόρα, ιστιοπλοϊκό, διέλευση
Мореходство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • атомарный στα ελληνικά - monatomic, μονοατομικά
  • беременеть στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, μείνετε έγκυος, έγκυος, μείνουν έγκυες, μείνει έγκυος, να μείνουν έγκυες
  • вампир στα ελληνικά - βρυκόλακας, βαμπίρ, βρικόλακα, βρικόλακας, vampire
  • дробовик στα ελληνικά - κυνηγετικό όπλο, καραμπίνα, όπλο, όπλου
Τυχαίες λέξεις
Мореходство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλεύση, ναυτιλία, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλοΐας, ιστιοφόρα, ιστιοπλοϊκό, διέλευση