Моросить στα ελληνικά

Μετάφραση: моросить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πτύω, φτύνω, ψιλοβρέχω, ψιλοβρόχι, ψιλοβρέχει, ψιχαλίζει, ψιλόβροχο, περιχύστε, περιχύνουμε
Моросить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • враз στα ελληνικά - ταυτόχρονα, αμέσως, με τη μία, τη μία, μονομιάς
  • вспучивание στα ελληνικά - πρήξιμο, οίδημα, διόγκωση, διόγκωσης, διογκώσεως
  • гаснуть στα ελληνικά - φυσώ, έξω, αποδυναμώνω, χτύπημα, αποδυναμώνομαι, βγαίνω, πάω έξω, ...
  • деторождение στα ελληνικά - τεκνοποίησης, αναπαραγωγική, τεκνοποίηση, αναπαραγωγική ηλικία, τεκνοποιίας
Τυχαίες λέξεις
Моросить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πτύω, φτύνω, ψιλοβρέχω, ψιλοβρόχι, ψιλοβρέχει, ψιχαλίζει, ψιλόβροχο, περιχύστε, περιχύνουμε