Мошенничать στα ελληνικά
Μετάφραση: мошенничать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κράζω, πλαστός, εξοπλίζω, καμποτίνος, στήνω, κάλπικος, πλαστογραφία, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- академичный στα ελληνικά - ακαδημαϊκός, θεωρητικός, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά
- венесуэлец στα ελληνικά - Βενεζουέλας, Βενεζουέλα, της Βενεζουέλας
- ерундовый στα ελληνικά - χαζός, ανόητος, κουτός, Picayune, ασήμαντη
- заведование στα ελληνικά - χειραγωγία, διαγωγή, επιτήρηση, διεξάγω, επίβλεψη, συμπεριφορά, ηγετικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Мошенничать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κράζω, πλαστός, εξοπλίζω, καμποτίνος, στήνω, κάλπικος, πλαστογραφία, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Μεταφράσεις: κράζω, πλαστός, εξοπλίζω, καμποτίνος, στήνω, κάλπικος, πλαστογραφία, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει