Мужик στα ελληνικά
Μετάφραση: мужик, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνθρωπος, επανδρώνω, άνδρας, χωριάτης, μουζίκος, μουζίκο, μουζίκου, ρώσσος χωρικώς
Μεταφράσεις
- беглый στα ελληνικά - ωθώ, άπταιστος, εύστροφος, απρόσεκτος, σβέλτος, γρήγορα, υποκινώ, ...
- видоизменить στα ελληνικά - μετατρέπω, παραλλάζω, μετατροπή, παραλλαγή, τροποποιώ, αλλάζω, παραποιώ, ...
- вызубрить στα ελληνικά - vyzubrit
- животный στα ελληνικά - κτήνος, θηριώδης, κτηνώδης, ζώο, ζώων, των ζώων, ζωικής, ...
Τυχαίες λέξεις
Мужик στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνθρωπος, επανδρώνω, άνδρας, χωριάτης, μουζίκος, μουζίκο, μουζίκου, ρώσσος χωρικώς
Μεταφράσεις: άνθρωπος, επανδρώνω, άνδρας, χωριάτης, μουζίκος, μουζίκο, μουζίκου, ρώσσος χωρικώς