Λέξη: μέσο

Σχετικές λέξεις: μέσο

μέσο ύψος ελλήνων, μέσο εισόδημα ελλήνων, μέσο επιτόκιο αγοράς, μέσο άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, μέσο αυτί, μέσο τετραγωνικό σφάλμα matlab, μέσο ή μέσω, μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, μέσο τετραγωνικό σφάλμα, μέσο ατομικής προστασίας στο χώρο εργασίας

Συνώνυμα: μέσο

τρόπος, δρόμος, διαδρομή, οδός, πέρασμα, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, μέσα, πρακτορείο, αντιπροσωπεία, ενέργεια, κανάλι, δίαυλος, αυλάκι, πορθμός, αγωγός, πόρος, προσόν, εφευρετικότητα, τέχνασμα, όργανο

Μεταφράσεις: μέσο

μέσο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
means, agent, middle, mean, way

μέσο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
manera, vía, medio, medios, mediante, medios de, los medios

μέσο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bedeutet, Mittel, mittels, Einrichtung, Hilfe

μέσο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
allure, espèce, instrument, outil, moyen, genre, remède, façon, sorte, procédé, manière, ressources, ressource, moyens, mode, des moyens, moyens de, moyen de

μέσο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maniera, fare, modo, mezzi, mezzo, mediante, mezzi di, attraverso

μέσο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
costume, moda, modo, ferramenta, forma, significa, maneira, meios, meio, através, meios de

μέσο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trant, werktuig, middel, wijze, manier, middelen, behulp, via

μέσο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
богатство, пособие, средство, способ, средства, средством, средств, означает

μέσο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
middel, midler, hjelp, virkemidler, betyr

μέσο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sätt, vis, medel, organ, hjälp

μέσο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
varat, toimenpide, keino, konsti, koje, välineet, keinot, avulla, keinoja, keinoin

μέσο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
måde, midler, middel, hjælp, gennem

μέσο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prostředek, postup, způsoby, způsob, prostředky, prostředkem, prostředků, znamená

μέσο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sposób, środki, środek, środków, środkiem

μέσο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eszköz, eszközök, eszközökkel, segítségével, eszközöket

μέσο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
araç, araçları, aracı, araçlar, anlamına gelir

μέσο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підлість, кошти, засоби, засобу, гроші, засіб

μέσο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjete, mjet, mjetet, do të thotë, mjeti

μέσο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
средство, средства, посредством, помощта, начин

μέσο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сродкі, сродку

μέσο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viis, abinõu, vahendid, vahendeid, vahendite, vahenditega, vahend

μέσο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sredine, načine, znači, način, načini, sredstvo, sredstva, sredstava

μέσο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leið, þýðir, leið til, leiðir, leiðir til

μέσο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
būdas, priemonė, priemonės, priemones, priemonėmis

μέσο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
metode, veids, līdzeklis, līdzekļi, līdzekļus, līdzekļiem

μέσο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
средства, помош, средство, средствата, значи

μέσο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fel, mijloace, intermediul, mijloc, ajutorul, mijloacele

μέσο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sredstva, sredstvo, sredstvi, načini

μέσο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
znamená, prostriedky, prostriedkami, prostriedkov, rozpočtové prostriedky, zdroje

Στατιστικά δημοτικότητας: μέσο

Τυχαίες λέξεις