Мурлыканье στα ελληνικά
Μετάφραση: мурлыканье, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γουργουρίζω, γουργούρισμα, γάτος, purr, γουργουρίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- верхушечный στα ελληνικά - κορυφής, κορυφαία, κορυφαίο, ακραία, ακραίο
- висюлька στα ελληνικά - αναπηδώ, κρεμαστό κόσμημα, κρεμαστό, μενταγιόν, κόσμημα, κολιέ κρεμαστό
- выгодно στα ελληνικά - επικερδώς, κερδοφόρα, επωφελώς, αποδοτικά, επικερδή
- доброволец στα ελληνικά - εθελοντής, εθελοντή, εθελοντών, εθελοντές, εθελοντική
Τυχαίες λέξεις
Мурлыканье στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γουργουρίζω, γουργούρισμα, γάτος, purr, γουργουρίζουν
Μεταφράσεις: γουργουρίζω, γουργούρισμα, γάτος, purr, γουργουρίζουν