Λέξη: βελάζω

Συνώνυμα: βελάζω

μουγκρίζω, ουρλιάζω

Μεταφράσεις: βελάζω

βελάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bleat, bellow

βελάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
balar, balido, bleat, balidos, sus balidos

βελάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blöken, meckern, bleat, zu meckern

βελάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bêler, bêlement, crier, bêlent, bleat

βελάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
belare, belato, bleat, belano

βελάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
balir, bleat, balem, balido, berrar

βελάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blaten, balken, brullen, grommen, bleat, mekkeren, blaat, geblaat

βελάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
блеяние, блеять, мычание, мычать, блеать, блеют

βελάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
breke

βελάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bräka, bräker, bleat

βελάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruikuttaa, mäkättää, määkiä, määkiminen

βελάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bræge, bræger, bræger op

βελάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bečet, mečení, mečet, bekot

βελάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
beczenie, beczeć, bek, biadolenie, beczą, odbeczeć

βελάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mekegés, béget, bégetni, bégetés

βελάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meleme, bleat, cılız bir sesle konuşmak, melemek

βελάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мекати, мукати, бекати, бекання, блеять

βελάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
blegëron, blegërimë, blegërij, blegerije, blegërijnë

βελάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
блея, блеене, хленчене, говоря глупости, глупости

βελάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бляяць, бэлькалі

βελάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
virisema, määgima, mökitama, Ruikuttaa, Mäkättää, Määkiminen

βελάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mukati, blejati, blejanje, mečanje

βελάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jarma, bleat

βελάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bliauti, birbti, Beczenie, bliovimas, bliūti

βελάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
blēt, blēšana

βελάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зборувам срање

βελάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
behăi, zbiară cât îi, behait, vorbi cu voce slabă, behăit

βελάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Blejati

βελάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mečet
Τυχαίες λέξεις