Муштровать στα ελληνικά

Μετάφραση: муштровать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροχός, τριβελίζω, άσκηση, για τη διάνοιξη, να τρυπάνι, για να τρυπάνι, τη διάνοιξη, με τρυπάνι
Муштровать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безухий στα ελληνικά - είδος earless
  • видоизменяемость στα ελληνικά - vidoizmenyaemost
  • выдержанный στα ελληνικά - μεστός, γενναιόδωρος, μέτριος, μετριοπαθής, επιφυλακτικός, ώριμος, ανοιχτοχέρης, ...
  • главенствовать στα ελληνικά - δεσπόζω, κυριαρχώ, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Τυχαίες λέξεις
Муштровать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροχός, τριβελίζω, άσκηση, για τη διάνοιξη, να τρυπάνι, για να τρυπάνι, τη διάνοιξη, με τρυπάνι