Λέξη: ησυχαστήριο

Σχετικές λέξεις: ησυχαστήριο

ησυχαστήριο τιμίου προδρόμου, ησυχαστήριο τιμίου προδρόμου ακριτοχωρίου, ησυχαστήριο μεταμόρφωσης του σωτήρος, ησυχαστήριο γυναικείο η ανάσταση του χριστού εμμαούς, ησυχαστήριο προφήτη ιωήλ, ησυχαστήριο γυναικείο άξιον εστί, ησυχαστήριο αγίας τριάδος, ησυχαστηριο αγίου ιωάννη θεολόγου, ησυχαστήριο γέροντος πορφυρίου, ησυχαστήριο του αγίου ιωάννη του θεολόγου

Μεταφράσεις: ησυχαστήριο

ησυχαστήριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hermitage, retreat, hideaway, serene

ησυχαστήριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
retirada, recular, retirarse, ermita, escondite, Hideaway, refugio, escondite de, refugio de

ησυχαστήριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klause, rückzug, zurücktreten, Versteck, Zufluchtsort, Refugium, Schlupf, Unterschlupf

ησυχαστήριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ermitage, abri, réduit, rétrograder, culer, retraite, reculade, recours, asile, couvert, refuge, reculer, retrait, Hideaway, cachette, de Hideaway

ησυχαστήριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indietreggiare, ritirata, ritirarsi, retrocedere, ritiro, clausura, eremo, nascondiglio, Hideaway, rifugio, scomparsa, a scomparsa

ησυχαστήριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
retraçar, remontar, recuo, refúgio, Hideaway, esconderijo, refúgio de, de refúgio

ησυχαστήριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
terugkrabbelen, terugtrekken, aftrekken, toevluchtsoord, Hideaway, schuilplaats, het zicht, afgelegen

ησυχαστήριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эрмитаж, уйти, пойти, отступить, пустынь, отбой, отходить, отойти, отступать, скит, пятиться, отступление, ретироваться, последовать, отступ, убежище, укрытие, Hideaway, Hideaway с, уединенный

ησυχαστήριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilbaketog, retrett, gjemme, gjemmested, hideaway, tilfluktssted, gjemmestedet

ησυχαστήριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
återtåga, reträtt, återtåg, retirera, gömställe, Hideaway, tillflyktsort, oas, dold

ησυχαστήριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakopaikka, perääntyä, piilopaikka, piilopaikan, hideaway, piilopirtti

ησυχαστήριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gemmested, Hideaway, oase, miniferie

ησυχαστήριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
útočiště, ustoupit, couvnout, poustevna, čepobití, ústup, útulek, úkryt, skrýš, Hideaway, útočištěm

ησυχαστήριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ermitaż, cofać, rejterada, zrejterować, odwrót, odosobnienie, ucieczka, wycofywać, wycofać, schronienie, rejterować, ustronie, ustępować, zacisze, rekolekcje, pustelnia, kryjówka, hideaway, odosobnionym, odosobnionym miejscu

ησυχαστήριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
remetelak, takarodó, lelkigyakorlat, rejtekhely, Hideaway, búvóhely, rejtett, rejtekhelyet

ησυχαστήριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saklanma yeri, hideaway, bir hideaway, The Hideaway, gizlenebilir

ησυχαστήριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ретранслятор, ермітаж, радіопередавач, притулок, притулку, сховище

ησυχαστήριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kthehem, vend i izoluar, vend i qetë, skutë, vend fshehjeje

ησυχαστήριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скривалище, беглец, Hideaway, убежище, Хайдъуей

ησυχαστήριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прытулак, сховішча, прыстанішча, прытулку, сховішчы

ησυχαστήριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
erakuelu, erakla, taganema, Hideaway, Piilopaikka, The Hideaway, peidupaik, pelgupaik

ησυχαστήριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odstupiti, uzmicanje, povlačenje, skrivanje, Hideaway, utočište, skrovište, utočištu

ησυχαστήριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Hideaway, Launkofa, Í Launkofa

ησυχαστήριο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
regredior

ησυχαστήριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Paslėpti, Hideaway, Kryjówka, Privatumą, Prieglobstį

ησυχαστήριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
Hideaway, patvēruma vieta

ησυχαστήριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
складиште, прикриен, прибежиште

ησυχαστήριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
retragere, loc de refugiu, refugiu, Hideaway, ascunzătoare, ascunzatoare

ησυχαστήριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
samota, Skrivanje, Hideaway, pribežišče, skrivališče

ησυχαστήριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ústup, samota, úkryt, útočisko
Τυχαίες λέξεις