Мямлить στα ελληνικά
Μετάφραση: мямлить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουίζω, μουρμουρίζω, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος, παρυφή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- администраторский στα ελληνικά - το admin, διαχειριστή, διαχειριστής
- баня στα ελληνικά - μπανιέρα, λουτρό, καμάρα, αψίδα, μπάνιο, τρούλος, λουτρού, ...
- богадельня στα ελληνικά - άσυλο, ξενών, ξενώνα, ξενώνα φιλοξενίας, ασύλων
- дюжий στα ελληνικά - ανθεκτικός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος, βαρύς, βαριά, βαρύ, ...
Τυχαίες λέξεις
Мямлить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουίζω, μουρμουρίζω, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος, παρυφή
Μεταφράσεις: βουίζω, μουρμουρίζω, στρίφωμα, ποδόγυρο, hem, στριφώματος, παρυφή