Λέξη: διαβάζω
Σχετικές λέξεις: διαβάζω
διαβάζω 1, διαβάζω 3, διαβάζω περιοδικό, διαβάζω βιβλία on line, διαβάζω πανεπιστημιακό φροντιστήριο, διαβάζω παιδικά βιβλία on line, διαβάζω συνώνυμα, διαβάζω παραμύθια, διαβάζω 2, διαβάζω το φλιτζάνι
Συνώνυμα: διαβάζω
αναγιγνώσκω, ερμηνεύω
Μεταφράσεις: διαβάζω
διαβάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
read, reading, I read, quote, I quote
διαβάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
leer, descifrar, leído, lea, lectura, lee
διαβάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lesen, gelesen, zu lesen, lesen Sie, ausgelesen
διαβάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prononcer, lues, lurent, lu, relever, lus, lûmes, recevoir, déchiffrer, lire, lue, lisons, lecture, lisez, lire les
διαβάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
leggere, letto, lettura, leggi, di leggere
διαβάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ler, lido, leia, leitura, li
διαβάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lezen, aflezen, lees, gelezen, te lezen, lezen van
διαβάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
показывать, почитать, объяснять, прочесть, прочитать, выражать, почитывать, вчитаться, реферировать, изучать, гласить, толковать, читаться, читать, прочтите, прочитайте, читал
διαβάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lese, les, lest, å lese, leser
διαβάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
läsa, läs, läst, läser, läste
διαβάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luettu, lukea, tulkita, opiskella, lukenut, lue, lukemaan, lue aiheesta
διαβάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
læse, læs, læst, at læse, læses
διαβάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přednášet, přečíst, číst, Přečetl, jsem, čtení
διαβάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odczytać, poczytać, czytać, interpretować, rozumieć, zaznajomić, wyczytać, wyglądać, przeczytać, referować, odczytywać, przesylabizować, wróżyć, doszukiwać, brzmieć, przeczytaj, zapoznania
διαβάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felolvasott, olvasott, olvasás, olvas, olvasni, olvassa el, olvassa
διαβάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
okumak, okuyun, devamını oku, okuyunuz, okuyabilir
διαβάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
реагує, читати, підпишіться, підпишіться на, читать
διαβάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lexoj, lexuar, lexoni, të lexuar, lexojnë
διαβάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чета, четене, прочетете, прочети, чете
διαβάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атрымлiваць, атрымоўваць, чытаць
διαβάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lugema, lugenud, lugeda, loe, lugege
διαβάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proučavati, prikazati, glasiti, objasniti, čitati, pročitati, pročitajte, pročitali, pročitao
διαβάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lesa, lesið, að lesa, las, lestu
διαβάζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lego, legere
διαβάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skaityti, perskaityti, perskaitykite, taip, skaitomos
διαβάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lasīšana, lasīt, izlasīt, nolasīt, lasa
διαβάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чита, прочитајте, читаат, прочитате, прочита
διαβάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
citi, citit, citiți, citește, citeste
διαβάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
číst, brati, prebral, prebrati, preberite, berejo
διαβάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čítať, prečítať, čítanie, čítaj
Στατιστικά δημοτικότητας: διαβάζω
Τυχαίες λέξεις