Λέξη: έρημος

Σχετικές λέξεις: έρημος

έρημος νεγκέβ, έρημος σαχάρα, έρημος ατακάμα, έρημος γκόμπι, έρημος λουτ, έρημος ναμίμπ, έρημος καλαχάρι, έρημος της μεγάλης λεκάνης, έρημος αγίου όρους, έρημος μοχάβε

Συνώνυμα: έρημος

άγριος, ξέφρενος, ψυχρός, γυμνός, θλιβερός, άχρηστος, σπάταλος, χέρσος, ερημικός, ελεεινός, άθλιος, εγκαταλελειμμένος, εγκαταλελειμένος, ετοιμόρροπος, ακατοίκητος, ερημωμένος, απελπισμένος, μονήρης, θλιμένος λόγω μοναξιάς

Μεταφράσεις: έρημος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wilderness, desert, lonesome, desolate, deserted, a desert
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
yermo, desierto, del desierto, desierto de, el desierto
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wildnis, Wüste, Wüsten, desert, der Wüste
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
solitude, désert, désertique, desert, le désert, désert de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deserto, del deserto, deserto del, desert, deserto di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deserto, do deserto, desert, deserto de, deserto do
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woestijn, de woestijn, desert, woestijn van, onbewoond
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дебри, захолустье, масса, пустыня, пустыни, пустыне, пустыню, пустынный
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ørken, ørkenen, desert, øde
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
öken, öknen, desert, öde
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erämaa, korpi, salomaa, takamaa, kaira, aavikko, autiomaa, desert, autiomaassa, aavikon
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ørken, ørkenen, desert, øde
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
samota, poušť, pouštní, pustém, pouště, poušti
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pustynia, odludzie, bezludzie, pustkowie, puszcza, dzicz, pustyni, desert, pustynny, pustynnym
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sivatag, sivatagi, sivatagban, sivatagba, sivatagon
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çöl, Desert, ıssız, Çölü, çölde
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
авантюрист, пустеля, пустиня, цукру
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkretëtirë, shkretë, i shkretë, shkretëtirë e, vetminë e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пустиня, пустинен, пустинята, пустинна, пустинния
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пустыня, пустэльня, пустыні
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
gnuu, kõrb, kõrbes, kõrbe, desert, kõrbesse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
divljina, pustoš, pustinja, pustinje, pustinjski, desert, pustinjska
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auðn, eyði, eyðimörk, Desert, eyðimörkinni, auðnin, heiði
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dykuma, dykumos, Desert, dykumoje, desertas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tuksnesis, tuksneša, desert, tuksnesi, dezertēt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пустината, пустински, пустина, пустинска, пуст
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deșert, desert, pustiu, pustie, deșertului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
desert, puščava, puščavi, puščavski, puščavska
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
divočina, púštne, púštnej, púštna, púštny, desert

Στατιστικά δημοτικότητας: έρημος

Τυχαίες λέξεις