Мясник στα ελληνικά
Μετάφραση: мясник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χασάπης, σφάζω, κρεοπώλης, κρεοπωλείο, χασάπη, κρεοπωλεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бас στα ελληνικά - μπάσσο, μπάσο, μπάσων, μπάσα, μπάσου
- высеченный στα ελληνικά - λαξευμένα, πελεκητή, λαξευμένους, λαξευτές, πελεκητές
- гелий στα ελληνικά - ήλιο, ηλίου, το ήλιο, του ηλίου, ήλιον
- забрасывать στα ελληνικά - εξακοντίζω, καλύπτω, συντρίβω, επιδαψιλεύω, ρίχνω, ντους, πετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Мясник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χασάπης, σφάζω, κρεοπώλης, κρεοπωλείο, χασάπη, κρεοπωλεία
Μεταφράσεις: χασάπης, σφάζω, κρεοπώλης, κρεοπωλείο, χασάπη, κρεοπωλεία