Λέξη: μιμούμαι

Σχετικές λέξεις: μιμούμαι

μιμούμαι κλίση, μιμούμαι προστακτική, μιμούμαι συνώνυμο, μιμούμαι συνώνυμα

Συνώνυμα: μιμούμαι

πιθηκίζω, διακωμωδώ, παίζω, αμιλλώμαι

Μεταφράσεις: μιμούμαι

μιμούμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
emulate, imitate, echo, ape, mimic, monkey

μιμούμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rivalizar, imitar, resonancia, contrahacer, repetir, ruido, eco, remedar, mono, simio, simios, ape, del mono

μιμούμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schall, nachahmen, echo, widerhall, Affe, Menschenaffe, Affen, ape

μιμούμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
singer, redoubler, répercuter, contrecoup, imitons, repasser, imiter, imitez, retentissement, retourner, simuler, rivaliser, calquer, écho, résonance, contrefaire, singe, singes, grands singes, ape, grand singe

μιμούμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eco, imitare, emulare, scimmia, ape, scimmie, scimmione, scimmiottare

μιμούμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eco, supor, copiar, imaginar, eclesiástico, imitar, esvaziar, vácuo, esgotar, seguir, vão, emular, macaco, símio, ape, do macaco, macacos

μιμούμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nabootsen, naklank, naklinken, weergalmen, imiteren, weerklank, nadoen, echoën, nagalm, echo, aap, ape, apen, aap van, die aap

μιμούμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соперничать, перепевать, имитировать, стремиться, отзвук, подделывать, соревноваться, отклик, передразнивать, вторить, копировать, наследовать, поддакивать, отголосок, эхо, резонанс, обезьяна, APE, обезьяны, обезьяной, обезьяну

μιμούμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
etterligne, ekko, ape, apen, bananas

μιμούμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
härma, eko, efterlikna, apa, ape, apan, apan för, apan som

μιμούμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kilpailla, kaiuttaa, jäljitellä, apinoida, kaiku, heijastuma, matkia, mukailla, kajahtaa, kaikua, tekeytyä, emuloida, kopioida, apina, Ape, apinan, apinasta, apinaa

μιμούμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
imitere, ekko, kopiere, genlyd, efterligne, abe, ape, aben, aber

μιμούμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
echo, odkoukat, ohlas, imitovat, odezva, napodobovat, napodobit, simulovat, ozvěna, opakovat, soutěžit, kopírovat, padělat, opice, lidoop, ape, opičák, opičí

μιμούμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
imitować, naśladować, wracać, podrobić, powtarzać, echo, odbijać, udawać, emulować, odzew, rywalizować, reakcja, odgłos, oddźwięk, małpa, ape, małpy, małpolud, małpą

μιμούμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
visszhang, majom, majomnak, ape, emberszabású majom, a majom

μιμούμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
taklit, benzetmek, maymun, maymunsu, ape, bir maymun, maymunu

μιμούμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змагатись, відлуння, підробляти, копіювати, наслідувати, підроблятися, змагатися, луна, змагайтеся, мавпа, обезьяна, мавпи, мавп

μιμούμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jehonë, shungëlloj, majmun, APE, majmuni, majmunë

μιμούμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маймуна, маймуната, маймунски, човекоподобна маймуна

μιμούμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
малпа, Обезьяна

μιμούμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaja, kajama, matkima, emuleerima, imiteerima, ahv, Ape, ahvi, inimahv, ahvist

μιμούμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odjekivati, odjek, imitirati, oponašati, eho, jeka, kopirati, majmun, APE, majmunolikog, čovjekoliki majmuni

μιμούμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bergmál, MANNAPI, api, apa, APE

μιμούμαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
refero, reddo

μιμούμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aidas, kopijuoti, atgarsis, imituoti, beždžionė, Ape, beždžionės, beždžioniauti, Małpować

μιμούμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
imitēt, atbalss, atdarināt, pērtiķis, APE, ķēmoties pakaļ, mēdīt

μιμούμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мајмун, мајмунот, мајмуните, мајмуни, мајмуницата

μιμούμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ecou, imita, maimuță, ape, maimuta, maimuțe, de maimuță

μιμούμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ape, opica, pačiti, pačiti se, opice

μιμούμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opice, opica, monkey
Τυχαίες λέξεις