Набивать στα ελληνικά
Μετάφραση: набивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράμα, παρατάσσω, φυλάω, τράπουλα, γραμμή, κατακλύζω, ρυτίδα, πακέτο, συσκευάζω, επενδύω, αγέλη, συρρέω, κοπάδι, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амбушюр στα ελληνικά - χείλι, εκβολές ποταμού, εκβολές, embouchure, στόμιο όργανου
- балансировка στα ελληνικά - εξισορρόπηση, εξισορρόπησης, στάθμιση, ζυγοστάθμισης, την εξισορρόπηση
- бурить στα ελληνικά - τριβελίζω, ναυαγώ, τροχός, πλήττω, νεροχύτης, κοπή, βυθίζω, ...
- депонирование στα ελληνικά - κατάθεση, εναπόθεση, απόθεση, εναπόθεσης, απόθεσης
Τυχαίες λέξεις
Набивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράμα, παρατάσσω, φυλάω, τράπουλα, γραμμή, κατακλύζω, ρυτίδα, πακέτο, συσκευάζω, επενδύω, αγέλη, συρρέω, κοπάδι, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Μεταφράσεις: πράμα, παρατάσσω, φυλάω, τράπουλα, γραμμή, κατακλύζω, ρυτίδα, πακέτο, συσκευάζω, επενδύω, αγέλη, συρρέω, κοπάδι, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει