Навязать στα ελληνικά
Μετάφραση: навязать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χώνω, τσόκαρο, επιβάλλω, βουλώνω, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει
Μεταφράσεις
- бежевый στα ελληνικά - μπεζ, μπέζ, beige, υπόφαιο
- бутафорский στα ελληνικά - πλαστός, πλασματικός, κάλπικος, καμώματα, ψευδαισθητικός, πλαστογραφία, απάτη, ...
- гониометр στα ελληνικά - μοιρογνωμόνιο, γωνιόμετρο, γωνιομέτρου, γωνιόμετρο να, γωνιόμετρου
- завершаться στα ελληνικά - είμαι, διανύω, βρίσκομαι, τέλος, άκρο, τέλη, σκοπό, ...
Τυχαίες λέξεις
Навязать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χώνω, τσόκαρο, επιβάλλω, βουλώνω, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει
Μεταφράσεις: χώνω, τσόκαρο, επιβάλλω, βουλώνω, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει