Наглянцевать στα ελληνικά

Μετάφραση: наглянцевать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ερμηνεία, εξήγηση, λούστρο, naglyantsevat
Наглянцевать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • валяние στα ελληνικά - κυλιέμαι στη λάσπη, βυθιζόμαστε, wallow, βυθίζεται, κυλιούνται
  • воспаленный στα ελληνικά - θυμωμένος, ευέξαπτος, οξύθυμος, οργισμένος, φλεγμονή, με φλεγμονή, φλεγμονώδεις, ...
  • двухмесячный στα ελληνικά - δύο μήνες, δύο μηνών, δύο μήνα, δύο μήνας
  • жбан στα ελληνικά - στάμνα, κανάτα, κανάτας, πρόχους, σκεύος, υδρία
Τυχαίες λέξεις
Наглянцевать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ερμηνεία, εξήγηση, λούστρο, naglyantsevat