Нагнетать στα ελληνικά
Μετάφραση: нагнетать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φουσκώνω, εκφωνώ, δύναμη, βία, εξαναγκάζω, αντλία, παραδίδω, πατικώνω, συμπιέζω, τρόμπα, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аристотелевский στα ελληνικά - αριστοτελική, Αριστοτέλειο, Αριστοτελείου, Αριστοτέλειου, αριστοτελικό
- бегунья στα ελληνικά - αθλητής, δρομέας, δρομέα, συμμετέχων, runner, ολισθητήρα
- гомологический στα ελληνικά - ομόλογος, ομόλογο, ομόλογες, ομόλογη, ομόλογου
- греметь στα ελληνικά - κύλινδρος, μπουμπουνίζω, τραντάζω, δριμύτατα, επικρίνω, κυλώ, ψωμάκι, ...
Τυχαίες λέξεις
Нагнетать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φουσκώνω, εκφωνώ, δύναμη, βία, εξαναγκάζω, αντλία, παραδίδω, πατικώνω, συμπιέζω, τρόμπα, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Μεταφράσεις: φουσκώνω, εκφωνώ, δύναμη, βία, εξαναγκάζω, αντλία, παραδίδω, πατικώνω, συμπιέζω, τρόμπα, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν