Λέξη: πολιορκία
Σχετικές λέξεις: πολιορκία
πολιορκία της σεβαστούπολης, πολιορκία κωνσταντινούπολης, πολιορκία της κωνσταντινούπολης, πολιορκία τριπολιτσάς, πολιορκία της κωνσταντινούπολης υπό των αράβων βιβλιο, πολιορκία της τύρου, πολιορκία της ακρόπολης, πολιορκία μεσολογγίου, πολιορκία του χάνδακα, πολιορκία της κωνσταντινούπολης υπό των αράβων
Συνώνυμα: πολιορκία
επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων
Μεταφράσεις: πολιορκία
πολιορκία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
siege, siege of, the siege, a siege
πολιορκία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cerco, sitio, asedio, de asedio, de sitio
πολιορκία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
belagerung, belagern, Belagerung, Belagerungs, belagert
πολιορκία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assiéger, siège, siége, le siège, siège de, de siège
πολιορκία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assedio, all'assedio, dell'assedio, d'assedio, l'assedio
πολιορκία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cerco, assédio, sítio, siege, o cerco
πολιορκία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
belegering, beleg, belegerd, siege, bezetting
πολιορκία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
блокада, осада, осады, осаду, осаде
πολιορκία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beleiring, beleiringen, siege, beleirings, trengsel
πολιορκία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
belägring, belägringen, siege, siegen, belägrings
πολιορκία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saarto, motti, piiritys, motitus, piirityksen, piiritetty, piirityksestä, siege
πολιορκία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
belejring, belejringen, belejret, belejringstilstand
πολιορκία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obléhání, obklíčení, oblehnout, obležení, obléhací, siege
πολιορκία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oblężenie, Siege, oblężenia, oblężeniu, oblężnicza
πολιορκία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ostrom, ostroma, ostromot, ostromát, ostromának
πολιορκία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuşatma, Siege, kuşatması, kuşatmayı, kuşatmanın
πολιορκία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
облога, довгий, Осада, облогу
πολιορκία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrethim, rrethimi, Siege, rrethimin, rrethimit
πολιορκία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
осата, обсада, обсадата, обсаден, обсади
πολιορκία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аблога, асада
πολιορκία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piiramine, põdemine, piiramisrõngas, piiramise, Siege, piiramist
πολιορκία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
opsjedati, sjedalo, sjedište, opsada, prijestol, opsade, se opsada
πολιορκία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
umsátrinu, umsátri, Siege
πολιορκία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apgula, apgulties, apgultis, apgultį, apsiaustis
πολιορκία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aplenkums, aplenkuma, Siege, blokāde, aplenkumu
πολιορκία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
опсада, опсадата, под опсада
πολιορκία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asediu, de asediu, asediul, asediu de, asediului
πολιορκία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obleganje, siege, obleganja, obleganju, obleganjem
πολιορκία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obliehanie, obliehania, obkľúčení, obležení, obliehaní
Στατιστικά δημοτικότητας: πολιορκία
Τυχαίες λέξεις