Накопление στα ελληνικά
Μετάφραση: накопление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιβάδα, ταμπέλα, σανίδωμα, σύναξη, συναρμολόγηση, συρροή, συσσώρευση, σωρός, στοιβάζω, αποθήκευση, στοίβα, επαύξηση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- военно-морской στα ελληνικά - ναυτικός, ναυτική, Naval, ναυτικές, ναυτικής
- возлагать στα ελληνικά - τόπος, ξαπλώνω, τοποθετώ, μέρος, ξεκουράζομαι, εμπιστεύομαι, ησυχασμός, ...
- дрейф στα ελληνικά - τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση
- дружка στα ελληνικά - κουμπάρος, groomsman, κουμπάρες
Τυχαίες λέξεις
Накопление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιβάδα, ταμπέλα, σανίδωμα, σύναξη, συναρμολόγηση, συρροή, συσσώρευση, σωρός, στοιβάζω, αποθήκευση, στοίβα, επαύξηση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Μεταφράσεις: στοιβάδα, ταμπέλα, σανίδωμα, σύναξη, συναρμολόγηση, συρροή, συσσώρευση, σωρός, στοιβάζω, αποθήκευση, στοίβα, επαύξηση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση