Наличные στα ελληνικά
Μετάφραση: наличные, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαργυρώνω, μετρητά, χρήματα, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белла στα ελληνικά - Bella, Μπέλλα, Το Bella, Μπέλα, της Μπέλλα
- вопрошать στα ελληνικά - ερώτημα, ερώτηση, ζήτημα, ανακρίνω, λόγω, εν λόγω
- выговор στα ελληνικά - επίπληξη, μέμψη, επιπλήττω, κατακρίνω, τόνος, κατσαδιάζω, επιτιμώ, ...
- граб στα ελληνικά - γαύρος, γαύρο, καρπίνου, γαύρου, ο γαύρος
Τυχαίες λέξεις
Наличные στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαργυρώνω, μετρητά, χρήματα, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Μεταφράσεις: εξαργυρώνω, μετρητά, χρήματα, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών