Наложение στα ελληνικά
Μετάφραση: наложение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντιδιαστολή, παράθεση, αντιπαράθεση, επιβολή, επιβολής, την επιβολή
Μεταφράσεις
- автохтонный στα ελληνικά - ιθαγενής, αυτόχθονη, αυτόχθων, αυτόχθονες, αυτόχθονης, αυτόχθονα
- генуэзец στα ελληνικά - Γενουάτες, Γενουατών, Γενοβέζους, Γενοβέζοι, Γενουατική
- доказанный στα ελληνικά - αποδεδειγμένη, αποδειχθεί, αποδεδειγμένα, αποδεικνύεται, αποδείξει
- заболеть στα ελληνικά - αρχίζω, πόνος, λαχταρώ, πονώ, αρρωσταίνουν, αρρωστήσουν, αρρωστήσετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Наложение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντιδιαστολή, παράθεση, αντιπαράθεση, επιβολή, επιβολής, την επιβολή
Μεταφράσεις: αντιδιαστολή, παράθεση, αντιπαράθεση, επιβολή, επιβολής, την επιβολή