Намочить στα ελληνικά

Μετάφραση: намочить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκεύω, πιτσιλάω, υγρός, πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, εμποτίζω, βρεγμένος, περιχύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
Намочить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бретелька στα ελληνικά - ιμάντας, γυμνώνω, εκδύω, λουρί, ιμάντα, λουράκι, ταινία
  • гнёздышко στα ελληνικά - φωλιάζω, θαλάμη, φωλιά, φωλιάζουν, φωλιάς, τη φωλιά, φωλιές
  • детализация στα ελληνικά - προσδιορισμός, προδιαγραφές, προδιαγραφή, προδιαγραφών, περιγραφή
  • дребезжать στα ελληνικά - τρίζω, φλυαρώ, βαζάκι, κουδουνίζω, κροταλίζω, τραντάζω, κουδουνίστρα, ...
Τυχαίες λέξεις
Намочить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκεύω, πιτσιλάω, υγρός, πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, εμποτίζω, βρεγμένος, περιχύω, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε